- προπαίρνω
- ΝΜ1. προκαταλαμβάνω κάποιον ενώ μιλάει, απαντώ προτού ολοκληρώσει τη σκέψη του2. προϋπαντώ («και δεν προβάλλ' η λυγερή νά 'ρτει να με προπάρει», δημοτ. τραγούδι)3. προλαβαίνω, κάνω κάτι πριν από οτιδήποτε άλλομσν.επιτιμώ, αποπαίρνω κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.