προπαίρνω

προπαίρνω
ΝΜ
1. προκαταλαμβάνω κάποιον ενώ μιλάει, απαντώ προτού ολοκληρώσει τη σκέψη του
2. προϋπαντώ («και δεν προβάλλ' η λυγερή νά 'ρτει να με προπάρει», δημοτ. τραγούδι)
3. προλαβαίνω, κάνω κάτι πριν από οτιδήποτε άλλο
μσν.
επιτιμώ, αποπαίρνω κάποιον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προπαίρνω — προπήρα, αποπαίρνω, μαλώνω, κατσαδιάζω κάποιον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”